- καταφύξιμος
- καταφύξιμος, -ον (Α)αυτός στον οποίο μπορεί να καταφύγει κάποιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -φύξιμος (< -φύξις < θ. φυξ- τού φεύγω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταφύξιμον — καταφύξιμος to which one can fly for refuge masc/fem acc sg καταφύξιμος to which one can fly for refuge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)